-
1 δυς-πρός-δεκτος
δυς-πρός-δεκτος, 1) schwer annehmend, glaubend, τινός, M. Anton. 1, 5. – 2) schwer anzunehmen, lästig, Plut., καὶ ἀηδής audit. 4, καὶ λυπηρός de virt. et vit. A (p. 312).
-
2 ἀδέω
ἀδέω, nur δείπνῳ ἀδήσειεν Od. 1, 134, Unlust am Mahle empfinden, καμάτῳ ἀδηκότες Il. 10, 312. 399. 471, von Müdigkeit ermattet, verdrossen, 10, 98 Odyss. 12, 281 καμάτῳ ἀδηκότες (-ας) ἠδὲ καὶ ὕπνῳ. Buttmann Lexil. 2, 127 ff betrachtet ἀδέω als zusgzogen aus ἀηδέω (ἀηδής, α priv. u. ἡδύς), so daß α lang wäre. Vgl. ἇκων aus α priv. u. έκών, ἀεργός = ἀργός, u. die Zeugnisse bei Buttmann über die Ionische Aussprache von ἀηδής, ἀηδία. Man schreibt aber auch ἀδδήσειεν und ἀδδηκότες; vgl. ἄδην u. ἄδος. Apoll. Lex. Hom. 9, 9 ἀδη κό τες ἄδην ἔχοντες καὶ πεπληρωμένοι· »ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀδηκότες« ἀηδῶς διατεϑειμένοι, τὸ δὲ παραπλήσιον ἐπὶ τοῦ »δείπνου ἀδήσειεν ὑπερφιάλοισι μετελϑών«, ἀντὶ τοῠ ἀηδισϑείη; vgl. Etymol. m. u. Scholl. Iliad. 10, 98 (Aristonic.) Od. 1, 134. 12, 281.
См. также в других словарях:
έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… … Dictionary of Greek
αδέω — ἀδέω (Α) είμαι κορεσμένος, αισθάνομαι βάρος ή αηδία για κάτι, μπουχτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποθ. τ. ενεστώτος, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον αόρ. (ᾱδήσειε) και στον παρακμ. (ᾱδηκότες). Αβέβαιης ετυμολογίας. Σημασιολογικά και μορφολογικά φαίνεται να… … Dictionary of Greek
ήδος — ἦδος, εος, δωρ. τ. ἆδος, τό (Α) 1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυση («ἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.) 2. ξίδι, όξος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… … Dictionary of Greek
ληδείν — ληδεῑν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κοπιᾱν, κεκμηκέναι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού τ. σε ΙΕ ρίζα *lēd «εγκαταλείπω» και η σύνδεσή του με λέξεις που έχουν τη σημ. τού «αφήνω» δεν φαίνεται πειστική. Μάλλον πρόκειται για αλλοιωμένη μορφή τών γλωσσών που… … Dictionary of Greek